________________________________________________________________________________________________________________________________________

ΑΡΧΙΚΗ ΣΕΛΙΔΑ / ΤΟΥ ΠΑΤΡΙΑΡΧΗ / ΠΑΤΡΙΑΡΧΙΚΟΣ ΝΑΟΣ / ΕΚΚΛΗΣΙΕΣ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ / ΚΕΙΜΕΝΑ ΠΑΝ. ΑΝΔΡΙΟΠΟΥΛΟΥ / ΠΙΝΑΚΑΣ ΕΛΕΓΧΟΥ
________________________________________________________________________________________________________________________________________


12/08/2012

Η ΜΕΓΑΛΗ ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΑΠΟΧΑΙΡΕΤΗΣΕ ΤΟΝ ΑΡΧΟΝΤΑ ΜΥΡΕΨΟ ΤΗΣ

Κωνσταντινούπολη, ρεπορτάζ-φωτογραφίες του Νικολάου Μαγγίνα 
Το ύστατο χαίρε στον Άρχοντα Μυρεψό της, μακαριστό Πρόδρομο Θανάσογλου, το πρόσωπο που σφράγισε με την παρουσία και τις γνώσεις του την προετοιμασία και τη διαδικασία της τελετής εψήσεως του Αγίου Μύρου τα τελευταία 50 χρόνια, απηύθυνε την Παρασκευή 7 Δεκεμβρίου η Μεγάλη του Χριστού Εκκλησία της Κωνσταντινουπόλεως. 
Ο Μακαριστός Άρχων εκοιμήθη πλήρης ημερών στην Αθήνα και η σωρός του μεταφέρθηκε στην ιδιαίτερη πατρίδα του, στην Κωνσταντινούπολη, προκειμένου να αναπαυθεί στην ευλογημένη και μαρτυρική γη της Παναγίας. 
Της εξοδίου Ακολουθίας, που τελέστηκε στον πάνσεπτο Πατριαρχικό Ναό του Αγίου Γεωργίου στο Φανάρι, προέστη ο Μητροπολίτης Μυριοφύτου και Περιστάσεως Ειρηναίος.
Τον απουσιάζοντα στο εξωτερικό Οικουμενικό Πατριάρχη εκπροσώπησε ο Υπογραμματέας της Αγίας και Ιεράς Συνόδου π. Ιωακείμ ενώ παρέστη ο Πατριαρχικός Επίτροπος Μητροπολίτης Καλλιουπόλεως και Μαδύτου Στέφανος, Ιεράρχες του Θρόνου , Άρχοντες του Οικουμενικού Πατριαρχείου, Πρόεδροι Κοινοτήτων και Ιδρυμάτων της Ρωμηοσύνης της Πόλης και πλήθος Ομογενών αλλά και Κωνσταντινουπολιτών που διαβιούν στην Ελλάδα και άλλες χώρες. 
Τον επικήδειο εκφώνησε ο Τριτεύων των Πατριαρχικών διακόνων π. Θεόδωρος Μεϊμάρης, Δρ. Θεολογίας. 
Του μακαριστού Άρχοντος Μυρεψού της Αγίας του Χριστού Μεγάλης Εκκλησίας Αιωνία η μνήμη! 

Λόγος ἐπικήδειος εἰς τόν ἀείμνηστον Ἄρχοντα Μυρεψόν τῆς Ἁγίας τοῦ Χριστοῦ Μεγάλης Ἐκκλησίας Πρόδρομον Θανάσογλου ὑπό Πανοσιολ. Τριτεύοντος κ. Θεοδώρου (07/12/2012) ‘’Μακαρία ἡ ὁδός ᾗ πορεύει σήμερον, ὅτι ἡτοιμάσθη σοι τόπος ἀναπαύσεως’’. 
Σεβασμιώτατε Πατριαρχικέ Ἐπίτροπε, 
Σεβασμιώτατε Δέσποτα, 
Σεβασμία τῶν Ἱεραρχῶν ὁμήγυρις, 
πενθηφόρε τοῦ Κυρίου λαέ,
Εἰς τόν ἀπόηχον τῶν κατά τήν ἐκκλησιαστικήν τάξιν τελεσθέντων καί ἐφέτος, χάριτι Θεοῦ, ἐπισήμων ἑορτασμῶν τῆς Θρονικῆς Ἑορτῆς τῆς Πρωτοθρόνου Ἐκκλησίας Κωνσταντινουπόλεως ἐπί τῇ μνήμῃ τοῦ Ἁγίου Ἀποστόλου Ἀνδρέου τοῦ Πρωτοκλήτου, τοῦ καί Ἱδρυτοῦ Αὐτῆς, ἄγγελμα θλιβερόν ἐκ τοῦ κλεινοῦ ἄστεως τῶν Ἀθηνῶν, ἀναγγέλλον τήν πρός Κύριον ἐκδημίαν τοῦ Ἄρχοντος Μυρεψοῦ τῆς Ἁγίας τοῦ Χριστοῦ Μεγάλης Ἐκκλησίας Προδρόμου Θανάσογλου, συνεκίνησε τάς καρδίας τῶν τε ἐν τῇ Πατριαρχικῇ Αὐλῇ τοῦ Φαναρίου διακονούντων ἀπό διαφόρους θέσεις, κληρικῶν τε καί λαϊκῶν, καί τῶν συγκροτούντων τό μικρόν, ἀλλ’ ἐν ταυτῷ μέγα, λεῖμμα τῆς περί τό Οἰκουμενικόν Πατριαρχεῖον διαβιούσης φιλογενοῦς Ὁμογενείας τῆς Θεοφρουρήτου καί Θεοτοκοσκεπάστου Βασιλίδος τῶν Πόλεων. 
Καί ἤδη σήμερον ἡ Ἁγία τοῦ Χριστοῦ Μεγάλη Ἐκκλησία, ἐν ἐκκλησίᾳ πληθούσῃ, καί δή ἐκ τοῦ Πανσέπτου Πατριαρχικοῦ Ναοῦ τοῦ Ἁγίου Μεγαλομάρτυρος Γεωργίου τοῦ Τροπαιοφόρου, προπέμπει ἕν ἐκ τῶν ἐπιφανεστέρων τέκνων τῆς ἐνταῦθα Ὁμογενείας πρός ὑπάντησιν τοῦ δι’ ἡμᾶς τούς ἀνθρώπους καί διά τήν ἡμετέραν σωτηρίαν κατελθόντος ἐκ τῶν οὐρανῶν καί σαρκωθέντος ἐκ Πνεύματος Ἁγίου καί Μαρίας τῆς Παρθένου καί ἐνανθρωπήσαντος Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, «τοῦ μεγάλου Θεοῦ καί Σωτῆρος, τῆς ἐλπίδος ἡμῶν»,[1] Οὗ τήν κατά σάρκα γέννησιν καλούμεθα καί πάλιν νά ἑορτάσωμεν χριστιανοπρεπῶς καί οὐχί κοσμικῶς.
Ὁ προκείμενος νεκρός, γόνος εὐσεβῶν γονέων, τοῦ Ἰωάννου καί τῆς Ἀναστασίας, ἐγεννήθη ἐν ἔτει 1914 εἰς τό Οὐλού-Ἀγάτς τῆς Περιφερείας Νίγδης τῆς ἁγιοτόκου Καππαδοκίας. Τά πρῶτα γράμματα διήκουσεν εἰς τήν Ἀστικήν Σχολήν Γαλατᾶ τῆς Κωνσταντίνου Πόλεως. Ἐν συνεχείᾳ, ἐφοίτησεν εἰς τό ἐνταῦθα Ἑλληνογαλλικόν Λύκειον, περατώσας τάς ἐγκυκλίους σπουδάς αὐτοῦ τό 1933, ἀριστεύσας. Ἀκολούθως, ἐπεδόθη εἰς τήν συστηματικήν παρακολούθησιν καί τήν εἰς βάθος ἐκμάθησιν τῆς ἠγαπημένης του ἐπιστήμης, τό πρῶτον, μέν, εἰσαχθείς εἰς τό Τμῆμα Χημείας τοῦ Πανεπιστημίου Κωνσταντινουπόλεως, εἴτα δέ μετεγγραφείς εἰς τήν Σχολήν Χημείας τοῦ ἐν Ἀθήναις Πανεπιστημίου, ἐξ οὗ ἀπεφοίτησεν τό 1939. 
Mετά τήν ἐκπλήρωσιν τῶν στρατιωτικῶν ὑποχρεώσεών του, ὁ Πρόδρομος Θανάσογλου ἐξειδικεύθη εἰς τόν κλάδον τῆς Βιοχημείας ἐν τῷ Ἰνστιτούτῳ Βιοχημείας τοῦ Πανεπιστημίου τῆς Πόλεως. Ἐνδεικτική τῶν ἐρευνητικῶν του ἐνασχολήσεων καί τῶν συγγραφικῶν του ἐνδιαφερόντων τυγχάνει ἡ κατά τήν αὐτήν περίοδον δημοσίευσις, ὁμοῦ μετά τοῦ Καθηγητοῦ αὐτοῦ FelixHaurovitz, ἀγγλιστί, τῆς ἐργασίας «Περί Ἀντισωμάτων καί Πρωτεϊνῶν». 
Διά μίαν πεντηκονταετίαν, καί δή ἀπό τοῦ ἔτους 1945 ἕως καί τό 1995, προσέφερε τάς χρησίμους ἐπιστημονικάς του ὑπηρεσίας εἰς τό ἰδικόν του ἐν Σολακζαδέ τοῦ Πέραν Χημικόν καί Βιοχημικόν Ἐργαστήριον, ἔνθα καί ἐθεράπευσε κατ’ ἐπανάληψιν, καί πολλάκις ἀμισθί, τάς ἰατρικάς ἀνάγκας πλειάδος Ἱεραρχῶν τοῦ Οἰκουμενικοῦ Θρόνου, διδασκάλων, καθηγητῶν, ὅλως ἰδιαιτέρως δέ τῶν ἐμπεριστάτων, κατά τούς δυσχειμέρους ἐκείνους καιρούς, Ἰμβρίων καί Τενεδίων, διατελέσας, μεταξύ ἄλλων, βιοχημικός καί αἱματολόγος τῶν ἀοιδίμων Πατριαρχῶν Ἀθηναγόρου καί Δημητρίου. Ἡ ἐπιστημονική του κατάρτισις καί ἀξιωσύνη, πέραν τῶν ὅσων ἤδη ἐλέχθησαν, πιστοποιεῖται καί ἐκ τοῦ γεγονότος ὅτι ὑπηρέτησε, παραλλήλως, καί εἰς τό Βιοχημικόν καί Μικροβιολογικόν Ἐργαστήριον τοῦ Ἰταλικοῦ Νοσοκομείου τῆς Πόλεως, διατελέσας, μάλιστα, διευθυντής αὐτοῦ. 
Ὁ ἀείμνηστος Πρόδρομος Θανάσογλου ὑπῆρξεν ἀγαθός πατήρ καί σύζυγος, δημιουγήσας μετά τῆς ἐκλεκτῆς συζύγου του χριστιανικήν οἰκογένειαν, ἐπιστηρίξας αὐτήν κατά τρόπον ὑποδειγματικόν καί θεάρεστον καί ἀναθρέψας τήν φιλτάτην θυγατέρα αὐτοῦ «ἐν παιδείᾳ καί νουθεσίᾳ Κυρίου».[2] 
Ἡ πρός τήν Μεγάλην Ἐκκλησίαν καί τό φιλόχριστον ποίμνιον αὐτῆς θυσιαστική ἀγάπη καί ὁλοτελής ἀφοσίωσις τοῦ ἐκλιπόντος τυγχάνει ἀξία ἰδιατέρου λόγου καί ὑπομνήσεως, δεδομένου ὅτι δέν ἀποτελοῦσε διά τόν προσφιλῆ νεκρόν θεωρητικήν τινα τοποθέτησιν, ἀλλά μιάν καθημερινῶς βιουμένην στάσιν ζωῆς, ἐνυλουμένην εἰς ἔργα προσφορᾶς καί παροχῆς χρησίμων ὑπηρεσιῶν, μέ ἀπώτερον στόχον τήν προαγωγήν τῆς καλῶς νοουμένης ὠφελείας διά τό κοινωνικόν σύνολον, καί δή διά τούς πλέον ἀναξιοπαθεῖς ἐκ τῶν ὁμογενῶν τῆς Βασιλευούσης. 
Ἀπόδειξις πρώτη περί τούτου ἀποτελεῖ ἡ διά μίαν τεσσαρακονταετίαν (1950-1990) φιλάνθρωπος προσφορά του, ἀπό τῶν θέσεων τοῦ Ἐφόρου τῶν Ἐθνικῶν Φιλανθρωπικῶν Καταστημάτων τῶν Νοσοκομείων Βαλουκλῆ καί τοῦ μέλους τῆς τε ἱατρικῆς ἐπιτροπῆς αὐτῶν καί τοῦ Συνδέσμου Βοηθείας ἀπόρων ἀσθενῶν καί γηροκομουμένων, ἀλλά καί ἡ ἐν γένει εὐεργετική, κατά τρόπον πολυποίκιλον, συνεισφορά του εἰς τήν πρόοδον καί εὐημερίαν τῆς Ὁμογενείας. Ἡ πραγματικότης αὕτη, τήν ὁποίαν ὡς βίωμα καί τρόπον ζωῆς ἠκολούθησε πιστῶς καί ἀπαρεγκλίτως εἰς τήν ἑκατονταετῆ, παρά δύο ἔτη, ἐπί γῆς ζωήν του ὁ ἀείμνηστος Ἄρχων Μυρεψός, καταλείπει, ἐν εἴδει παρακαταθήκης καί μάλιστα κατά τρόπον ἐναργῆ καί παραδειγματικόν, τύπον καί ὑπογραμμόν δι’ ἡμᾶς τούς περιλειπομένους καί τούς ἐπιγενομένους, τούς ἐνασχολουμένους μέ τά κοινά τῆς Ρωμηοσύνης: ἡ ἐπιστημονική κατάρτισις καί ἡ ἐπαγγελματική ἐνασχόλησις δέον ὅπως τίθενται, εἰ δυνατόν κατά τρόπον ἀνιδιοτελῆ, φιλάνθρωπον καί πέραν πάσης ὑλικῆς ἤ λοιπῆς σκοπιμότητος, εἰς τήν διακονίαν τοῦ κοινωνικοῦ συνόλου καί πάντοτε πέριξ τοῦ σεπτοῦ τῆς Ὀρθοδοξίας Κέντρου. Μόνον διά τού τρόπου τούτου, διά νά θυμηθῶμεν τήν διαχρονικήν ρῆσιν τοῦ Πλάτωνος πρός Μενέξενον: ‘’Πᾶσα ἐπιστήμη χωριζομένη δικαιοσύνης καί τῆς ἄλλης ἀρετῆς, πανουργία, οὐ σοφία, φαίνεται’’,[3] δύναται εἷς ἕκαστος ἐξ ἡμῶν νά ὑπηρετήσῃ οὐσιαστικῶς καί ἀνυποκρίτως τά ὅσια καί τά ἱερά τῆς Πίστεως καί τοῦ Γένους ἡμῶν.
Ἀπόδειξις δευτέρα περί τῶν ἀνωτέρω συνιστᾷ ἡ ἐπί μακράν σειράν ἐτῶν ὑποδειγματική διακονία τοῦ ἀποιχομένου εἰς τήν τελετήν παρασκευῆς καί ἑψήσεως τοῦ Ἁγίου Μύρου, πρό ἀλλά καί μετά τήν χειροθεσίαν του ἐν ἔτει 1968 ὑπό τοῦ ἀοιδίμου μεγάλου Πατριάρχου Ἀθηναγόρου εἰς τό ὄντως ἐπίζηλον, ἀλλά καί ὅλως τιμητικόν καί εὐθυνοφόρον, ὀφφίκιον τοῦ Ἄρχοντος Μυρεψοῦ τῆς Ἁγίας τοῦ Χριστοῦ Μεγάλης Ἐκκλησίας, εἰς διαδοχήν τοῦ ἀειμνήστου προκατόχου του Βασιλείου Αἰμιλιάδου: τό 1951 καί τό 1960, ἐπί Πατριαρχίας τοῦ προμνημονευθέντος Πατριάρχου, ἐκλήθη ὑπό τῆς ἁρμοδίας Συνοδικῆς Ἐπιτροπῆς νά συμμετάσχῃ ὡς Κοσμήτωρ εἰς τήν σχετικήν διαδικασίαν παρασκευῆς Ἁγίου Μύρου, δι’ οὗ χρίονται οἱ νεοφώτιστοι κατά τήν τέλεσιν τοῦ Μυστηρίου τοῦ Χρίσματος καί τοιουτρόπως «συντελεῖται ὄχι μονάχα θεραπεία, δηλαδή ἱκάνωσις καί ἐμπλουτισμός τῆς (ἀνθρωπίνης) φύσεως, ἀλλά καί ἐπανόρθωσις τῆς βουλήσεως» τῶν εἰς Χριστόν βαπτιζομένων[4]· ὑπό τήν ἰδιότητα τοῦ Ἄρχοντος Μυρεψοῦ προέστη τοῦ κατά καιρούς πρός τοῦτο συσταθέντος Σώματος τῶν Μυρεψῶν, τά μέν ἔτη 1973 καί 1983 ἐπί Πατριαρχίας τοῦ σεμνοῦ, ταπεινοῦ καί κεκοσμημένου διά τοῦ χαρίσματος τῆς διδακτικῆς σιωπῆς ἀοιδίμου Πατριάρχου Δημητρίου, τά δέ ἔτη 1992 καί 2002 ἐπί τῆς δυναμικῆς καί πρωτοπόρου εἰς πλείστους ὅσους ἐκκλησιαστικούς (διορθοδόξους, διαχριστιανικούς, διαθρησκειακούς καί περιβαλλοντολογικούς δηλονότι) τομεῖς Πατριαρχίας τοῦ νῦν εὐκλεῶς Πατριαρχοῦντος Παναγιωτάτου, Πατρός καί Πατριάρχου ἡμῶν κ.κ. Βαρθολομαίου, Ὅστις ἤδη ἠξιώθη παρά τοῦ δωρεοδότου Θεοῦ νά καθηγιάσῃ διά τρίτην φοράν, κατά τήν Ἁγίαν καί Μεγάλην Ἑβδομάδα τοῦ λήγοντος ἔτους 2012, νέαν ποσότητα Ἁγίου Μύρου, ὅπερ εἰς τήν μετά τήν ἅλωσιν τῆς Πόλεως (1453) ἐκκλησιαστικήν ἱστορίαν μαρτυρεῖται μόνον μίαν φοράν ἐπί τῶν δύο Πατριαρχιῶν τοῦ πρό μιᾶς ἀκριβῶς ἑκατονταετηρίδος ἐκδημήσαντος ἀοιδίμου Πατριάρχου Ἰωακείμ Γ’ τοῦ Μεγαλοπρεποῦς.
Ὅλως χαρακτηριστικός τῆς ἐμφύτου εὐγενείας, τῶν ἀριστοκρατικῶν τρόπων συμπεριφορᾶς, τῆς ἀνεπιτηδεύτου κοινωνικότητος, τοῦ μειλιχίου καί εὐπροσηγόρου χαρακτῆρος, τῶν χαμηλῶν τόνων καί τῆς ὁλοτελοῦς ἀφοσιώσεως εἰς τό ἐκκλησιαστικόν καθῆκον, ἅτινα ὅλως ἰδιαιτέρως διέκριναν τόν Πρόδρομον Θανάσογλου, τυγχάνει ὁ τρόπος, δι’οὗ οὗτος ὑπεδέχθη τήν διά τοῦ τότε Ἀρχιγραμματέως τῆς Ἁγίας καί Ἱερᾶς Συνόδου Γαβριήλ, τοῦ μετέπειτα Μητροπολίτου Κολωνείας, διαβιβασθεῖσαν αὐτῷ συνοδικήν ἀπόφασιν τοῦ 1968 περί τῆς χειροθετήσεώς του εἰς τό ὀφφίκιον, ὅ κατεῖχε μέχρι τῆς τελευτῆς αὐτοῦ: «οὔτε κατά διάνοιαν εἶχα ὑπ’ ὄψιν μου τοιαύτην ἐκλογήν, καθότι τό ὀφφίκιον τοῦ Ἄρχοντος Μυρεψοῦ ἐθεωρεῖτο ἀποκλειστικότης τοῦ κλάδου τῶν φαρμακοποιῶν. Ἔτσι, γεμάτος ἔκπληξιν καί συγκίνησιν, συνάμα, ἀναρωτήθηκα ἄν θά ἔπρεπε νά ἀποδεχθῶ αὐτήν τήν μεγάλην τιμήν. Καί τότε ὁ Ἀρχιγραμματεύς μοῦ ἀπήντησε φιλικά, ἀλλά καί ἀποστομωτικά: ‘’Ἐφ’ ὅσον ἀπεφάσισεν ὁ Παναγιώτατος καί ἡ Ἁγία καί Ἱερά Σύνοδος, ὀφείλεις νά δεχθῇς’’. Ἔτσι καί ἔγινε».[5] 
Τό δέ σχετικόν Πατριαρχικόν Πιττάκιον τῆς 28ης Μαΐου 1968 πιστοποιεῖ κατά τόν πλέον εὔγλωττον καί εὐσύνοπτον τρόπον τά ἀνωτέρω ὅλως ἐνδεικτικῶς ἐκτεθέντα καί μηδόλως δυνάμενα νά ψηλαφήσουν ἅπαντα τά στοιχεῖα περί τῆς προσωπικότητος καί τῆς ἐν γένει προσφορᾶς τοῦ ἀειμνήστου Ἄρχοντος Μυρεψοῦ, ὅν μόνον ἐκ διηγήσεων τῶν παλαιοτέρων ἐγνώρισαν τά νεώτερα μέλη τῆς Πατριαρχικῆς Αὐλῆς: «Τούς εὐσεβείᾳ καί ἀρετῇ κεκοσμημένους καί πολυειδῶς καί πολυτρόπως χρησίμους καί εὐεργετικούς ἑαυτούς τῇ Ἐκκλησίᾳ καταδεικνύντας, ζήλῳ τε ἐνθέῳ περί τά κοινά ἀμφιπονουμένους, τιμᾷν οἶδε, χαίρουσα, ἡ Μήτηρ Ἐκκλησία...Ἐπειδή τοίνυν τοιούτοις ἀγαστοῖς εὐσεβείας καί ἀρετῆς, ζηλωτής τε φιλοτιμίας καί πρός τήν Ἐκκλησίαν ἀφοσιώσεως προτερήμασι κεκοσμημένος ἀποδέδεικται καί ὁ ἀγαπητός ἡμῖν κατά πνεῦμα υἱός Ἐντιμότατος κ. Πρόδρομος Θανάσογλου, Χημικός, ἐκ τῶν ἐνταῦθα ἐπιλέκτων τέκνων τῆς Ὁμογενείας, φιλευσεβῶς καί φιλογενῶς πολυτίμους προσφέρων τῷ καθ’ ἡμᾶς Οἰκουμενικῷ Θρόνῳ καί τῇ Ὁμογενείᾳ ὑπηρεσίας, ἡ Μετριότης ἡμῶν ἐπιβραβεῦσαι βουλομένη τήν τοιαύτην ἀφοσίωσιν καί προσήλωσιν, κατ’ ἰδίαν Αὐτῆς Πατριαρχικήν φιλοτιμίαν καί προαίρεσιν, ἔγνω ἀπονεῖμαι αὐτῷ τό ὀφφίκιον τοῦ Ἄρχοντος Μυρεψοῦ τῆς καθ’ ἡμᾶς Ἁγίας τοῦ Χριστοῦ Μεγάλης Ἐκκλησίας, τῆς εἰς τό ὀφφίκιον τοῦτο προχειρίσεως αὐτοῦ γενομένης, ἰδίαις Πατριαρχικαῖς ἡμῶν χερσίν, τῇ Κυριακῇ τῶν Βαΐων ις’ Ἀπριλίου τοῦ χιλιοστοῦ ἐννεακοσιοστοῦ ἑξηκοστοῦ ὀγδόου ἔτους, ἐν τῷ Πανσέπτῳ Πατριαρχικῷ Ναῷ τοῦ Ἁγίου Ἐνδόξου Μεγαλομάρτυρος Γεωργίου τοῦ Τροπαιοφόρου».[6]
Ἡ ἀνεκτίμητος προσφορά τοῦ τεθνεῶτος εἰς τά τοῦ Ἁγίου Μύρου, ἀπόρροια τῶν λιπαρῶν γνώσεων καί τῆς ἀρτίας περί τήν Χημείαν ἐπιστημονικῆς του καταρτίσεως, συνίσταται εἰς τάς ἐπιβεβλημένας καί στοχευμένας παρεμβάσεις,[7] τάς ὁποίας ἐπέφερεν ὁ Πρόδρομος Θανάσογλου, τροποποιήσας καταλλήλως τήν ἀπό τῶν ἡμερῶν αὐτοῦ καί ἄχρι σήμερον ἀνελλιπῶς ἐφαρμοζομένην μεθολοδογίαν παρασκευῆς τούτου, ἐν σχέσει πάντοτε πρός τόν κατάλογον τῶν χρησιμοποιουμένων συστατικῶν καί τόν τρόπον ἑψήσεως τούτων, ὅπερ ἀπετέλεσεν ἐπιστημονικήν καί τεχνολογικήν καινοτομίαν πρός θεραπείαν τῆς πρό αὐτοῦ ἐφαρμοσθείσης ἐλλιποῦς μεθόδου. Ἡ δέ συσσωρευμένη ἐμπειρία του περί τό Ἅγιον Μύρον δέν ἐκρατήθη ὑπό τοῦ Ἄρχοντος Μυρεψοῦ ὡς ἑπτασφράγιστον μυστικόν, ἀλλά μετεδόθη εἰς τούς μεταγενεστέρους, καθώς αὕτη ἀπετυπώθη λεπτομερῶς, ἐν εἴδει ὁδηγοῦ πρός ‘’ναυτιλομένους’’, εἰς τό πόνημά του: ‘’Ἐγχειρίδιον Προπαρασκευῆς καί ἑψήσεως τοῦ Ἁγίου Μύρου’’ ὑπό «γνώστου τῶν πραγμάτων, τῆς ἱστορίας καί τῆς μυρεψικῆς τέχνης πιστοῦ τέκνου τῆς Ἐκκλησίας».[8] 
Καί ἰδού σήμερον, ἐκ τοῦ ἰδίου Πανσέπτου Πατριαρχικοῦ Ναοῦ, ἔνθα ὁ προκείμενος νεκρός ἔλαβε τό ὀφφίκιον καί συμμετέσχεν ὑπό τάς ἰδιότητας τοῦ τε Κοσμήτορος καί τοῦ Ἄρχοντος Μυρεψοῦ εἰς τά τῆς τελετῆς τοῦ Ἁγίου Μύρου, ἡ Μήτηρ Ἐκκλησία μετά τῆς περί Αὐτήν Ὁμογενείας προσεύχεται ἐκτενῶς καί ἐν βαθείᾳ συγκινήσει ὅπως ζωῆς ὁ Κυριεύων καί τοῦ θανάτου τοῦτο μέν χαρίσῃται τῷ ἐπί τεσσαράκοντα καί πέντε περίπου ἔτη διατελέσαντι Ἄρχοντι Μυρεψῷ Αὐτῆς αἰωνίαν τήν ἀνάπαυσιν ἐν χώρᾳ ζώντων καί μετά τῶν δικαίων καί τῶν Ἁγίων, τοῦτο δέ παράσχῃ τῇ ἀγαπητῇ συζύγῳ αὐτοῦ Στυλιανῇ καί τῇ προσφιλῇ θυγατρί αὐτῶν Αἴγλῃ τήν ἐξ ὕψους παρηγορίαν. 
Εἴη ἡ μνήμη τοῦ Ἄρχοντος Μυρεψοῦ Προδρόμου Θανάσογλου αἰωνία καί ἄληστος! 

[1]‘’Εὐχή τῆς Ἀναφορᾶς’’, Ἡ Θεία Λειτουργία Βασιλείου τοῦ Μεγάλου, ἐκδ. Ἱερᾶς Μονῆς Σίμωνος Πέτρας, Ἅγιον Ὄρος 2004, σ. 114. 
[2] ‘’Πρός Ἐφεσίους Ἐπιστολή Ἀποστόλου Παύλου’’, 6:4. 
[3] Πλάτωνος, Μενέξενος, 247. 
[4]Ν. Ματσούκα, Δογματική καί Συμβολική Θεολογία Β’, ἔκθεσις τῆς ὀρθόδοξης πίστης σέ ἀντιπαράθεση μέ τήν δυτική χριστιανοσύνη, ἐκδ. Πουρναρᾶ, Θεσσαλονίκη 2003, σ. 483. 
[5] Πρ. Θανάσογλου, Ἐγχειρίδιον προπαρασκευῆς καί ἑψήσεως τοῦ Ἁγίου Μύρου, ἐκδ. Ἀκρίτα, Ἀθήνα 2002, σ. 22-23. 
[6]Πατριαρχικόν Πιττάκιον, ἀριθμ. Πρωτ. 299 καί ἀπό 28ης Μαΐου 1968. 
[7]Πρβλ. Π. Μενεβίσογλου (Μητροπολίτου Σουηδίας), Τό Ἅγιον Μύρον ἐν τῇ Ὀρθοδόξῳ Ἀνατολικῇ Ἐκκλησίᾳ, ἐκδ. Πατριαρχικοῦ Ἱδρύματος Πατερικῶν Μελετῶν, Θεσσαλονίκη 1972, σ. 40. 
[8] Πατριαρχικόν Γράμμα, ἀπό 4ης Ἀπριλίου 2002.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Related Posts with Thumbnails